Το 1903 στην Κρήτη ιδρύεται Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για την απομόνωση όσων έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν από τον υγιή πληθυσμό.
Δεν είχε βρεθεί ακόμα το φάρμακο για τη λέπρα και η κολλητική νόσος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων.Ηταν η εποχή που ο κόσμος πανικοβάλλονταν από τη λέπρα και οι λεπροί έπρεπε να φορούν κουδούνια για να προειδοποιούν τον κόσμο να απομακρύνεται έγκαιρα από κοντά τους. Τότε δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία στην ασθένεια αυτή και ότι ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν πολύ μικρότερος από όσο νόμιζαν. Ποιος όμως θα ρίσκαρε να μολυνθεί από μια ανίατη, θανατηφόρο ασθένεια;
Έτσι ένα νησάκι ήταν ιδανική λύση για να απομακρυνθούν από τον υγιή πληθυσμό οι χανσενικοί και να αισθανθούν ασφαλείς οι υγιείς. Η Σπιναλόγκα ήταν ιδανική λύση γιατί πρόσφερε εύκολη επικοινωνία με τη στεριά για τη μεταφορά των ασθενών, τροφίμων και εφοδίων. Επίσης υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια σ’ αυτή μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Στις 30 Μαίου του 1903 υπογράφηκε η απόφαση για να μετατραπεί η Σπιναλόγκα σε νησί των λεπρών και μεταφέρθηκαν 250 ασθενείς από διάφορα μέρη της Κρήτης. Μετά το 1913 η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα και άρχισαν να έρχονται ακόμα περισσότεροι άρρωστοι στη Σπιναλόγγα, ενώ αργότερα δέχτηκε ασθενείς ακόμα και από άλλες χώρες και χαρακτηρίστηκε σαν Διεθνές Λεπροκομείο.
Η καθημερινή ζωή των χανσενικών στην Σπιναλόγκα
Οι ασθενείς στην Σπιναλόγκα δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή και τα φάρμακά τους. Ηταν μια περίοδος που το ελληνικό κράτος τυραννιόταν από διαδοχικούς πολέμους (Μακεδονικός, Βαλκανικοί, Α’ & Β’ Παγκόσμιοι, Εμφύλιος). Συνεπώς η Ελλάδα προσπαθούσε με δυσκολία να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, γεγονός που δυσχέραινε τη θέση των χανσενικών στη Σπιναλόγκα. Οι συνθήκες ζωής των χανσενικών ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Αναφορές μάλιστα λεπρών μιλάνε για εξαθλίωση.
Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930 όταν στην Σπιναλόγκα μεταφέρθηκε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Ο Ρεμουνδάκης, που ήταν τριτοετής φοιτητής της Νομικής όταν αρρώστησε, φαίνεται πως ήταν ο άνθρωπος που περιμένανε οι υπόλοιποι μέχρι τότε για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής.
Έτσι τα σπίτια στην Σπιναλόγκα ασβεστώθηκαν μετά από πολλά χρόνια, άνοιξε ο περιμετρικός δρόμος, συστάθηκε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών χώρων, έχτισαν θέατρο, κινηματογράφο και από τα μεγάφωνα του δρόμου ακουγόταν συνεχώς κλασική μουσική.
Ανθρωποι ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στη Σπιναλόγκα. Εκαναν παιδιά, που μερικά από αυτά μεγάλωσαν μαζί τους χωρίς να αρρωστήσουν ποτέ.
Φρόντιζαν ο ένας τον άλλο, έκαναν όποια δουλειά μπορούσαν για να καλυτερέψουν τη ζωή τους, λειτουργούσαν δικό τους καφενείο και κουρείο, είχαν την εκκλησία τους τον Αγιο Παντελεήμονα, όπου λειτουργούσε ένας γενναίος ιερέας που χωρίς να είναι άρρωστος δέχτηκε εθελοντικά να μοιραστεί τη ζωή του με αυτή των εξόριστων λεπρών.
Η «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» που ίδρυσε ο Ρεμουνδάκης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Η ζωή στο νησί των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από αυτή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στα σπίτια τους για να μεταφερθούν στη Σπιναλόγκα.
Από το 1948 και μετά ο αριθμός των λεπρών στη Σπιναλόγκα άρχισε να μειώνεται γιατί τότε ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της φρικτής αυτής αρρώστειας.
Το Λεπροκομείο έμεινε ανοιχτό μέχρι το 1957, οπότε οι τελευταίοι 20 ασθενείς μεταφέρθηκαν σε λεπροκομείο στην Αθήνα. Στο μεταξύ πολλοί είχαν θεραπευτεί και επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Από τότε και στο εξής η Σπιναλόγκα εγκαταλείπεται και λεηλατείται, ενώ πολλά αρχιτεκτονικά μέλη των οικοδομών της στολίζουν τα πολυτελή ξενοδοχεία της περιοχής της Ελούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου